- κίονας
- Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση). Οι κ. εμφανίζουν τη λεγόμενη μείωση, όταν η κάτω διάμετρος δεν είναι όμοια με την άνω. Οι κ. της μινωικής και της μυκηναϊκής περιόδου στενεύουν προς τα κάτω, ενώ οι δωρικοί, οι ιωνικοί και οι κορινθιακοί παρουσιάζουν ισχυρή μείωση προς τα πάνω. Ο ελληνικός κ., ξύλινος αρχικά και αργότερα πέτρινος ή μαρμάρινος, είναι σχεδόν πάντοτε ραβδωτός.
Ο ρωμαϊκός κ. είναι ουσιαστικά όμοιος με τον ελληνικό, εκτός από τον μνημειακό αναμνηστικό κ., ο οποίος είναι διακοσμημένος με ανάγλυφες σκηνές, όπως για παράδειγμα ο κ. του Τραϊανού και ο κ. του Μάρκου Αυρηλίου στη Ρώμη. Κατά τον Μεσαίωνα χρησιμοποιήθηκαν πολύ συχνά κ. αποσπασμένοι από αρχαίους ναούς και κτίρια. Η ρομανική αρχιτεκτονική αντικατέστησε κατά ένα μέρος τους κ. με πεσσούς, ενώ η γοτθική αρχιτεκτονική δημιούργησε έναν νέο τύπο πολύλοβου πανύψηλου κ. που αποτελούσε την κάθετη προέκταση των νευρώσεων των θολωτών κατασκευών. Η Αναγέννηση επανέλαβε, απλοποιημένους κάποτε, τους αρχαίους κλασικούς τύπους και μόνο η περίοδος μπαρόκ εισήγαγε κάποιες καινοτομίες (για παράδειγμα, οι στριφτοί κ. του κιβωρίου της παπικής Αγίας Τράπεζας στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης). Οι κ. της νεοκλασικής περιόδου αποτελούν απλά αντίγραφα των ελληνικών. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σιδερένιοι κ. των πρώτων μεταλλικών κατασκευών του 19ου αι.
Με την επικράτηση του μπετόν αρμέ, οι κ. αντικαταστάθηκαν από πεσσούς, στοιχεία που ανταποκρίνονται περισσότερο στη στατική λειτουργία τους. Σήμερα η νέα οικοδομική τεχνική δεν χρησιμοποιεί πια κ., αλλά υποστυλώματα που δέχονται το βάρος και τις πιέσεις των κατασκευών που υποστηρίζουν.
κιονοστοιχία. Σειρά από κ., τοποθετημένους γύρω και μέσα σε διάφορα αρχαία οικοδομήματα (ναούς κλπ.), για τον σχηματισμό στοών, την υποστήριξη της στέγης και τη διαίρεση του οικοδομήματος σε κλίτη. Ανάλογα με τον αριθμό των κ., η κιονοστοιχία ήταν τετράστυλη, εξάστυλη, οκτάστυλη, δεκάστυλη, δωδεκάστυλη κλπ. Ο ναός, αντίστοιχα, ήταν περίπτερος, όταν είχε γύρω του μία κιονοστοιχία, δίπτερος, όταν είχε δύο, και ψευδοδίπτερος, όταν οι στενές πλευρές του είχαν διπλή κιονοστοιχία και οι επιμήκεις μόνο την εξωτερική. Επίσης, ανάλογα με την απόσταση ανάμεσα στις κολόνες, η κιονοστοιχία ονομαζόταν πυκνόστυλη, όταν το ενδιάμεσο κενό ήταν ίσο προς το 1 1/2 της διαμέτρου της κολόνας, σύστυλη για απόσταση 2 διαμέτρων, εύστυλη για 2 1/2, διάστυλη για 3 και αραιόστυλη για απόσταση μεγαλύτερη από 3 διαμέτρους.
κιονόκρανο. Μέλος του κ. το οποίο παρεμβάλλεται μεταξύ κορμού και επιστυλίου. Ενώ ο κορμός του κ. παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτος, το κιονόκρανο μεταβαλλόταν ανάλογα με τις εποχές, τις χώρες, τους ρυθμούς, τους καλλιτέχνες και τις σχολές, αποτελώντας το βασικό στοιχείο διάκρισης των αρχιτεκτονικών ρυθμών. Το κιονόκρανο παραλείπεται μόνο σε ορισμένες σύγχρονες κατασκευές. Στην απλούστερη μορφή του περιλαμβάνει δύο τμήματα: τον εχίνο (σε επαφή με τον κορμό) και τον άβακα (σε επαφή με το επιστύλιο). Η πρώτη εμφάνιση του κιονόκρανου σε μόνιμες αρχιτεκτονικές κατασκευές σημειώθηκε στην Αίγυπτο, στην Περσία και αργότερα στην Ελλάδα, όταν διαμορφώθηκε ο δωρικός ρυθμός.
Το δωρικό κιονόκρανο έχει απλή μορφή, με εχίνο σε σχήμα κυπέλλου και τετράγωνο άβακα, και παρουσιάζει μικρές παραλλαγές ανάλογα με την εποχή και τον τόπο. Στο σχεδόν σύγχρονό του ιωνικό κιονόκρανο, ο άβακας είναι πολύ χαμηλός. Τη θέση του δωρικού άβακα κατέχει σε αυτό κυρίως η επιμήκης λωρίδα, τα άκρα της οποίας καταλήγουν σε έλικες. Ακολουθεί ο εχίνος, ο οποίος καλύπτεται από τις έλικες στις δύο στενές πλευρές του κιονόκρανου, είναι ιδιαιτέρως πεπλατυσμένος και φέρει πάντοτε ανάγλυφη διακόσμηση, το ιωνικό κυμάτιο.
Μια αρχαϊκή παραλλαγή του ιωνικού κιονόκρανου είναι το αιολικό κιονόκρανο, που συναντάται κυρίως στην περιοχή της αρχαίας Αιολίδας (βορειοδυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, Λέσβος). Οι έλικες στο κιονόκρανο αυτό εκφύονται κατακόρυφα από τον κορμό του κ. και μεταξύ τους σχηματίζεται ένα ανθέμιο, τα φύλλα του οποίου ακολουθούν την κατεύθυνση των ελίκων. Τη θέση του εχίνου αντικαθιστά ένα δεύτερο σφαιρικό μέλος με συνεχή φύλλα. Εξελικτικά φαίνεται ότι το αιολικό κιονόκρανο αποτελεί πρόδρομο του ιωνικού κιονόκρανου, το οποίο έχει πιο σχηματοποιημένη μορφή. Άλλη παραλλαγή του ιωνικού κιονόκρανου είναι το κορινθιακό κιονόκρανο, το οποίο εισήγαγε ο γλύπτης Καλλίμαχος, κατά το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Το σώμα του κιονόκρανου αποτελεί ο κάλαθος, πάνω στον οποίο βρίσκεται ο άβακας. Ο κάλαθος περιβάλλεται στη βάση του από δύο σειρές φύλλων ακάνθου. Από αυτές εξέρχονται σε κάθε πλευρά τέσσερις ελισσόμενοι βλαστοί. Οι δύο μικρότεροι συναντώνται στο μέσον, ενώ οι δύο μεγαλύτεροι σχηματίζουν έλικες στις γωνίες του κιονόκρανου. Το κορινθιακό κιονόκρανο έχει και τις τέσσερις όψεις όμοιες, πλεονεκτώντας έναντι του ιωνικού, το οποίο δεν προσφέρεται για τους γωνιαίους κ.
Το σύνθετο κιονόκρανο, χαρακτηριστικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, είναι κράμα ιωνικού και κορινθιακού κιονόκρανου. Κατά την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο τα κιονόκρανα ήταν διακοσμημένα με μικρές μορφές ανθρώπων, ζώων κ.ά. Το βυζαντινό κιονόκρανο, εγκαταλείποντας την κλασική πλαστικότητα, ακολούθησε τις χρωματικές και φωτιστικές αναζητήσεις που χαρακτηρίζουν όλη τη βυζαντινή τέχνη. Το σύνθετο κορινθιακό εξελίχθηκε στο θεοδοσιανό, με δύο επάλληλες σειρές φύλλων που συχνά ανεμίζουν, απέκτησε επίθημα για την καλύτερη στήριξη των τόξων και με τον καιρό συγχωνεύθηκε με το επίθημα σε ενιαία μορφή κόλουρης ανεστραμμένης πυραμίδας. Η διακόσμηση με φυσικούς βλαστούς, ζώα ή μονογράμματα περιβάλλει όλη την επιφάνειά του με ένα διάτρητο δαντελωτό πλέγμα, το οποίο δημιουργεί εντυπώσεις αντίθεσης φωτός και σκιάς. Το ρομανικό κιονόκρανο (Άγιος Πέτρος στην Τοσκάνη, Σάντα Μαρία ιν Κοσμεντίν στη Ρώμη), με σχήμα εμπνευσμένο από το βυζαντινό, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία αναλογιών, καθώς χρησιμοποιείται συχνά μέσα στο ίδιο κτίριο σε κ. και πεσσούς διαφορετικού ύψους, μορφής και υλικού. Την περίοδο αυτή κοσμήθηκε με μορφές ζώων και ανθρώπων. Κατά τη γοτθική εποχή επικράτησε η φυτική διακόσμηση των κιονόκρανων.
Η Αναγέννηση, με τη στροφή προς την κλασική αρχαιότητα, επανήλθε, αν και με κάποια ελευθερία, στις μορφές και στις παραδοσιακές διακοσμήσεις της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, οι οποίες παρέμειναν ουσιαστικά αναλλοίωτες τις επόμενες περιόδους, την μπαρόκ και τη νεοκλασική. Με τον νεοκλασικισμό, τα κιονόκρανα ανέκτησαν την αρχική ελληνική καθαρότητα, η οποία ήταν αποτέλεσμα αρχαιολογικών μελετών. Στις πρώτες κατασκευές από σίδηρο, το κιονόκρανο, συνεχίζοντας να μιμείται τα κλασικά πρότυπα, χρησιμοποιήθηκε για τη στέψη κ. και πεσσών. Με τη χρήση του μπετόν αρμέ και τη γεωμετρική διατομή πεσσών και δοκών, το κιονόκρανο θεωρήθηκε περιττό και έπαψε να χρησιμοποιείται.
Τύποι αρχαίων κιόνων: επάνω, ασσυριακός, αιγυπτιακός, μινωικός και κάτω, δωρικός, ιωνικός, σύνθετος.
Ιωνικό κιονόκρανο στους Δελφούς.
Κορινθιακό κιονόκρανο (Μουσείο Θερμών, Ρώμη).
Mινωικό κιονόκρανο των ανακτόρων της Κνωσού.
Δωρικό κιονόκρανο του ναού του Ποσειδώνα στην Ποσειδώνια της Κάτω Ιταλίας.
* * *ο (AM κίων, -ονος, ὁ, Α και κίων, ἡ)ξύλινος, λίθινος ή μεταλλικός στύλος που στηρίζει οροφή, κολόνα (α. «ἔγχος μὲν ῥ' ἔστησε φέρων πρὸς κίονα», Ομ. Οδ.β. «δεθεὶς πρὸς κίον' ἑρκείου στέγης», Σοφ.)νεοελλ.1. αρχιτ. λίθινο ή ξύλινο, κυλινδρικό συνήθως και υψηλό, αρχιτεκτονικό και διακοσμητικό μέλος το οποίο στέκεται μεμονωμένο και χρησιμεύει για τη στήριξη τού θριγκού ή τού θόλου που βρίσκεται πάνω από αυτό και το οποίο απαρτίζεται από τη βάση, το σώμα και το κιονόκρανο («κίονας δωρικού ρυθμού»)2. ναυτ. σιδερένιος ή ξύλινος στύλος πάνω στον οποίο γίνεται η κιονοδέτηση τής αλυσίδας ή τού σχοινιού τής άγκυρας, κν. μπαμπάςαρχ.1. οι στύλοι για τους οποίους πιστευόταν ότι υποβάσταζαν τον ουρανό και τόν διαχώριζαν από τη γη και τους οποίους κρατούσε στους ώμους του ο Άτλας («Ἄτλαντος, ὅς πρὸς ἑσπέρους τόπους ἕστηκε κίον' οὐρανοῡ τε καὶ χθονὸς ὤμοιν ἐρείδων», Αισχύλ.)2. επιτύμβια στήλη3. η σταφυλή τού φάρυγγα («αὕτη ἐξ ἀρχῆς φάρυγγα ἐπώδυνοςἔρευθος κίων ἀνεσπασμένος», Ιπποκρ.)4. το διάφραγμα τής μύτης5. είδος σαρκώδους εκφύματος6. παροιμ. «ἔσθι' ἐλθὼν τοὺς Μεγακλέους κίονας» — γι' αυτούς που κατασπατάλησαν όλη την περιουσία τους και δεν τούς έμεινε τίποτα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντιστοιχεί ακριβώς προς τον τ. siwn «κίων» τής Αρμενικής. Πιθ. να πρόκειται για κοινό δάνειο τής ελλ. και αρμεν. από άγνωστη γλώσσα. Η λ. απαντά στη Μυκηναϊκή με τη μορφή kiwo «κίων» και στο τοπωνύμιο kiwonadc.ΠΑΡ. κιόνιο(ν), κιονίδα(-ίς), κιονίσκοςαρχ.κιονηδόνμσν.κιονάκιον, κιονικός, κιονίτης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κιονόκρανο(ν)αρχ.κιόκρανον, κωνοφόροςμσν.- νεοελλ.κιονοειδήςνεοελλ.κιονόβαθρο, κιονόδεσμος, κιονοδετώ, κιονοστάτης, κιονοστοιχία. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφικίων, ευκίων, περικίων, πολυκίων, τετρακίων, ακροκιόνιον, μετακιόνιον, προκιόνιον, τετρακιόνιον].
Dictionary of Greek. 2013.